- ξεμπουκάρισμα
- τό1) вытекание, утечка (жидкости и. т. п.); 2) выхлоп (газа); 3) перен. внезапное появление,, неожиданный приход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμπουκάρισμα — το [ξεμπουκάρω] (για υγρά, αέρια ή καπνό) ορμητική έξοδος ή εκβολή από στόμιο ή σήραγγα … Dictionary of Greek
ξεμπουκάρισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεμπουκάρω, η έξοδος, η ξαφνική εμφάνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)